- καημένος
- η , ο бедный, несчастный, злополучный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καημένος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * και καμένος, η, ο βλ. καίω … Dictionary of Greek
καημένος — η, ο 1. θωπευτική προσηγορία: Μην το μαλώνεις το καημένο το παιδί. 2. δυστυχής, ταλαίπωρος: Το καημένο το κορίτσι το χτύπησε το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Areti Ketime — (b. July 26 1989), Greek Αρετή Κετιμέ , is a singer and as a santouri player from Greece who performs a broad spectrum of Greek traditional music.Growing up in a family originally from Pontus, Ketime was closely connected to the traditional music … Wikipedia
Aretí Ketimé — (en grec : Αρετή Κετιμέ), née le 26 juillet 1989, est une chanteuse et joueuse de santouri (cymbalum) originaire de Grèce. Elle interprète un spectre large de musique traditionnelle grecque. Aretí a grandi dans une famille originaire de… … Wikipédia en Français
αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… … Dictionary of Greek
ζάβαλης — και ζαβαλής, ο 1. δυστυχής, ταλαίπωρος 2. (θωπευτικά) φουκαράς, κακόμοιρος, καημένος («κουτός είσαι, ζάβαλη», Καμπούρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zavalli] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
καημενάκι — το υποκορ. τού καημένος* … Dictionary of Greek
καημενούλης — α, ικο υποκορ. τού καημένος* … Dictionary of Greek
κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… … Dictionary of Greek
καρίφης — ο 1. ατυχής, καημένος, φουκαράς, δυστυχισμένος 2. αυτός που προσποιείται τον θλιμμένο, που κάνει τον λυπημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < τουρκ. garip] … Dictionary of Greek